τραντάζω

τραντάζω
μετ.
1) трясти; сотрясать, потрясать (воздух, почву и т. п.); 2) трясти, растрясать (об экипаже и т. п.); 3) грохнуть оземь; свалить с ног (кого-л.); 4) ударить; треснуть (прост.); του τράνταξα μιά γροθιά я его треснул кулаком;

τραντάζομαι — сотрясаться (от толчка); — трястись;

τραντάζομαι από τα γελοία — трястись от смеха;

τρανταχτήκαμε πολύ στο ταξίδι нас сильно растрясло в дороге;

τραντάζομαι στο αμάξι — трястись в телеге


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "τραντάζω" в других словарях:

  • τραντάζω — τραντάζω, τράνταξα βλ. πίν. 23 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • τραντάζω — Ν 1. σείω, κουνώ, τινάζω δυνατά («σ όλη τη διαδρομή μάς τράνταζε το αυτοκίνητο, γιατί έχει σκληρή ανάρτηση») 2. καταρρίπτω με βίαιο τρόπο, γκρεμίζω («τράνταξε τα βαρέλια στην άσφαλτο κι έσπασαν») 3. μτφ. α) κλονίζω κάποιον ψυχικά, συγκλονίζω… …   Dictionary of Greek

  • τραντάζω — τράνταξα, τραντάχτηκα, τρανταγμένος 1. δονώ, συγκλονίζω, τινάζω βίαια: Μας τράνταξε στους λάκκους το αυτοκίνητο. 2. ρίχνω κάτω βίαια: Παλέψαμε και τον τράνταξα κάτω. 3. χτυπώ δυνατά: Με γροθιά του τράνταξε το στομάχι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προδιασαλεύω — Α τραντάζω, ταρακουνώ από τα θεμέλια προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διασαλεύω «τραντάζω, διαταράσσω»] …   Dictionary of Greek

  • -γος — [ΕΤΥΜΟΛ. Κατάληξη συνθέτων στερητικών επιθέτων με παθητική σημασία που δηλώνουν εκείνον που δεν έχει πάθει ό,τι εκφράζει το ρήμα. Το επίθημα σε γος εμφανίστηκε αρχικά σε επίθετα προερχόμενα από ουσιαστικά ή ρήματα που έχουν το γ στο θέμα τους… …   Dictionary of Greek

  • ανασείω — (Α ἀνασείω) 1. κινώ προς τα επάνω, ταράζω, τραντάζω 2. επισείω, απειλώ 3. διεγείρω, ερεθίζω 4. μεσ. αναπηδώ, δονούμαι 5. παθ. ταράζομαι, θορυβούμαι …   Dictionary of Greek

  • ανεμοκουνώ — κουνώ στον αέρα, ταρακουνώ, τραντάζω …   Dictionary of Greek

  • αποστυφελίζω — ἀποστυφελίζω (Α) απομακρύνω διά της βίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + στυφελίζω «κτυπώ κάτι με δύναμη, τραντάζω»] …   Dictionary of Greek

  • διαδονώ — διαδονῶ ( έω) (AM) δονώ, σείω, τραντάζω πέρα ως πέρα («τὰ θεμέλια τῆς γῆς, διεδονοῡντο») …   Dictionary of Greek

  • διασαλεύω — (AM διασαλεύω) 1. τραντάζω 2. προκαλώ αναταραχή, διαταράσσω («η τάξη έχει διασαλευθεί») αρχ. φρ. 1. «διασαλεύω τοὺς ἤχους» συγχέω 2. «διασεσαλευμένος το βάδισμα» περπατάει με αφύσικα κουνήματα …   Dictionary of Greek

  • διασείω — (Α διασείω) συνταράσσω, τραντάζω, συγκλονίζω αρχ. 1. συγχέω 2. φοβίζω 3. εκβιάζω κάποιον και τού παίρνω χρήματα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»